- ίλιγξ
- ἴλιγξ, -ιγγος ἡ (Α)1. δίνη, συστροφή2. ίλιγγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι- τού ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση τού ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό επίθημα -ιγξ- / -ίγγ(ο)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. (πρβλ. σάλπ-ιγξ, φόρμ-ιγξ].
Dictionary of Greek. 2013.