ίλιγξ

ίλιγξ
ἴλιγξ, -ιγγος ἡ (Α)
1. δίνη, συστροφή
2. ίλιγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ἴλιγξ / ἴλιγγος έχουν παράλλ. τ. εἴλιγξ / εἴλιγγος που προέρχεται από το εἰλῶ «στρέφω», ενώ το αρκτικό ι- τού ἴλιγξ οφείλεται είτε σε επίδραση τού ἴλλω «στρέφω» είτε σε ιωτακισμό. Η λ. εμφανίζει το εκφραστικό επίθημα -ιγξ- / -ίγγ(ο)- που μαρτυρείται σε αρκετές λ. (πρβλ. σάλπ-ιγξ, φόρμ-ιγξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίλιγγος — Διαταραχή της αίσθησης ισορροπίας του σώματος στον χώρο. Κατά τον ί. δημιουργείται η ψεύτικη εντύπωση μετατόπισης ή περιστροφής των γύρω αντικειμένων σε σχέση με το άτομο (αντικειμενικός ί.) ή του ατόμου σε σχέση με τα αντικείμενα (υποκειμενικός… …   Dictionary of Greek

  • ՊՏՈՅՏ — (ուտի ՊՏՈՅՏՔ, ուտից.) NBH 2 0665 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. ՊՏՈՅՏ ՊՏՈՅՏՔ. δίνη, θίν, κλύδων, καταιγίς, εὕριπος, ἵλιγξ vortex, gurges, procella. Յորձանք. շրջանք. գրդանք. կիրտափ. (իրօք կամ նմանութեամբ). *Զպտոյտ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”